νεκροφιλώ

νεκροφιλώ
και -άω
1. ασπάζομαι νεκρό
2. φρ. «να τόν νεκροφιλήσω» — βαρύς όρκος για πολύ αγαπημένα πρόσωπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)-* + φιλῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στον Γ. Παράσχο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • νεκροφιλώ — νεκροφιλάω / νεκροφιλώ, νεκροφίλησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • νεκροφιλώ — νεκροφίλησα, φιλώ, ασπάζομαι νεκρό: Να νεκροφιλήσω το παιδί μου, αν σου λέω ψέματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νεκρός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ νεκρός, ά, όν) 1. αυτός που στερήθηκε τη ζωή, πεθαμένος («χελώνην ποὺ νεκρὰν εὑρών», Λουκιαν.) 2. αυτός που δεν έχει ζωτικότητα ή κίνηση, αδύνατος, άτονος, αδρανής (α. «να σέ σφίξω απεθυμάω, μα το χέρι είναι νεκρό», Σολωμ. β …   Dictionary of Greek

  • νεκροφιλάω — / νεκροφιλώ, νεκροφίλησα βλ. πίν. 58 Σημειώσεις: νεκροφιλάω : σπάνια κλίνεται κατά το θεωρώ (βλ. πίν. 73 ) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”